εγκαιρότητα

εγκαιρότητα
[-ης (-ητος)] η своевременность;
уместность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εγκαιρότητα" в других словарях:

  • εγκαιρότητα — η το γνώρισμα ή η ιδιότητα τού έγκαιρου («εγκαιρότητα επεμβάσεως») …   Dictionary of Greek

  • επικαιρότητα — η η ιδιότητα τού επίκαιρου*, η εγκαιρότητα από άποψη χρόνου ή η καταλληλότητα από άποψη τόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαιρος. Η λ. στον λόγιο τ. επικαιρότης μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Πρωτεύουσα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»